- μύχιος
- -α, -ο (Α μύχιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος) [μυχός]αυτός που βρίσκεται στο βάθος, εσωτερικός, εσώτατος, βαθύς, κρυφός, απόκρυφος (α. μύχια σκέψη» β. «μυχίη καταλέξεται ἔνδοθεν οἴκου», Ησίοδ.)αρχ.1. αυτός που σχηματίζει βαθύ κόλπο, μυχό, βαθύκολπος («μυχία, Προποντίς», Αισχύλ.)2. φρ. α) «οἱ μύχιοι θεοί» — οι έρκιοι, οι πατρώοι θεοί τών Ρωμαίωνβ) «θεοί μύχιοι» — θεοί που συνευρίσκονται ερωτικά με την θεά Αφροδίτη2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρια ονόμ.) Μύχιος και Μυχίαθεότητες στην Ιέρα.επίρρ...μυχίως (Α μυχίως)ενδόμυχα.
Dictionary of Greek. 2013.